Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Ποια είναι τελικά η «κατάλληλη» τιμωρία για ένα παιδί; - Γράφει η Ελένη Αλεξανδρίδου

Ο Burrhus Frederic ("B. F.") Skinner, ψυχολόγος που συνέβαλε στις σύγχρονες θεωρίες γύρω από τον έλεγχο της ανθρωπινής συμπεριφοράς, ήταν ο πρώτος που μίλησε για την τιμωρία, χωρίς όμως να υποστηρίζει τη χρήση της. Θεωρούσε πως γονείς και εκπαιδευτικοί πρέπει να ενισχύουν κατάλληλες μορφές συμπεριφοράς ενός παιδιού και να αγνοούν τις ανεπιθύμητες. Η τιμωρία για αυτόν, αποτελείται από όλα εκείνα τα επακόλουθα (συνήθως αρνητικά) που μειώνουν την συχνότητα εμφάνισης μιας ανεπιθύμητης  συμπεριφοράς. Ο απώτερος στόχος της τιμωρίας είναι να δώσει το μήνυμα στο παιδί ότι κάποια όρια επιθυμητής συμπεριφοράς έχουν ξεπεραστεί και να το πείσει πως αυτό είναι ανεπιθύμητη συμπεριφορά.

Η τιμωρία, μπορεί να πάρει δύο βασικές μορφές. Η πρώτη μορφή είναι η τιμωρία παρουσίασης, κατά την οποία ένα αποτρεπτικό ερέθισμα που ακολουθεί μια συμπεριφορά, χρησιμοποιείται για να μειώσει τις πιθανότητες επανεμφάνισης της συμπεριφοράς αυτής. Αντίστοιχα παραδείγματα στα πλαίσια του σχολείου είναι η σιωπηλή μομφή, η επίπληξη, η κράτηση του παιδιού μετά τη λήξη του μαθήματος, η αποστέρηση δικαιωμάτων, η ενημέρωση γονέων, η τιμωρία της ομάδας για το παράπτωμα ενός παιδιού, η υποχρεωτική απολογία – συγνώμη, η κοινωνική απομόνωση κλπ.  Η δεύτερη μορφή είναι η τιμωρία απόσυρσης, κατά την οποία αποσύρουμε ένα ευχάριστο επακόλουθο (σχετικό ή μη), με στόχο τη μείωση πιθανοτήτων επανεμφάνισής της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς (π.χ. δεν επιτρέπει στο παιδί να πάει σινεμά).

Βασικά μειονεκτήματα χρήσης της τιμωρίας που συνδέονται με το κατά πόσο η τιμωρία είναι έντονη και επαναλαμβανόμενη:
Είναι σημαντικό, ως γονείς και εκπαιδευτικοί να γνωρίζουμε πως όλες οι μορφές τιμωρίας δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται συχνά γιατί αυτό είναι αναποτελεσματικό.
  • Ένα βασικό μειονέκτημα της τιμωρίας είναι πως το παιδί δε γνωρίζει πάντοτε με σαφήνεια τους λόγους που η συμπεριφορά αυτή είναι ανεπιθύμητη (π.χ. για αυτόν που επιβάλλει την τιμωρία) και όλο αυτό αποτελεί αρνητική ενίσχυση στις σχέσεις του με τον γονέα – εκπαιδευτικό.
  • Η τιμωρία συχνά προκαλεί ανεπιθύμητες συναισθηματικά αντιδράσεις και είναι πιθανόν να οδηγήσει σε συμπεριφορά δραπέτευσης και φυγής από το έργο – δραστηριότητα ή και γενικότερα από τη σχέση του με το άτομο που την επιβάλλει. 
  • Η τιμωρία, μερικές φορές, οδηγεί σε αύξηση της συμπεριφοράς που τιμωρήθηκε γιατί υπάρχουν περιπτώσεις όπου η τιμωρία δεν τιμωρεί αλλά ενισχύει. Αυτό μπορούμε να το παρατηρήσουμε όταν διακρίνουμε πως η ανεπιθύμητη συμπεριφορά εμφανίζεται ξανά σε άλλους περιβάλλοντος χώρους.
  • Οι μελετητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου γιατί τιμωρία μπορεί να λειτουργήσει για το παιδί ως καταπίεση μιας αντίδρασης, άρα θα εμφανιστεί ξανά όταν αυτός που τιμωρεί δεν είναι παρόν ή όταν η τιμωρία σταματήσει – γιατί, πολύ απλά, το παιδί θα απαλλαχτεί από την πίεση –.
  • Όπως τόνισε και ο Skinner, η τιμωρία πολλές φορές δε δείχνει τη σωστή μορφή συμπεριφοράς, δηλαδή, λέει στο παιδί τι να μην κάνει και όχι τι θα έπρεπε να κάνει (αυτό έχει σχέση με την κοινωνική συμπεριφορά). Άρα, η τιμωρία πρέπει πάντα να συνοδεύεται από επισήμανση του τι είναι επιθυμητό.
  • Ένα παιδί μπορεί να μην είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη συνάφεια ανάμεσα σε αντίδραση – τιμωρία γιατί όταν τιμωρούνται, τις περισσότερες φορές προσέχουν την τιμωρία και όχι τους λόγους που επιβλήθηκε (π.χ. βαθμολογία: γιατί πήρε αυτό το βαθμό; ποια ήταν τα δυνατά - αδύνατα σημεία του γραπτού;).
  • Όταν η τιμωρία είναι έντονη, συχνή και προκαλεί πόνο (φυσικό, συναισθηματικό, ψυχολογικό) δημιουργεί στο παιδί ψυχολογική εγρήγορση που είναι δυνατό να οδηγήσει σε θυμό και σε επιθετικότητα (οι έρευνες δείχνουν πως επιθετικά παιδιά είναι πιθανόν να προέρχονται από οικογένειες που χρησιμοποιούσαν ακραίες και έντονες μορφές τιμωρίας).
  • Επιπλέον, - κινούμενοι στην ίδια γραμμή - κάποιες μορφές τιμωρίας (κυρίως φυσική τιμωρία) δείχνουν στα παιδιά μοντέλα επιθετικότητας και με αυτό τον τρόπο μεταβιβάζουμε το λανθασμένο μήνυμα ότι η επιθετικότητα είναι αποδεκτή. Τα παιδιά μαθαίνουν μέσω της μίμησης και της παρατήρησης, άρα όταν υπάρχουν μηνύματα επιθετικότητας (από το κοινωνικό ή οικογενειακό περιβάλλον), οι παρατηρητές (παιδιά) καταλήγουν στην ίδια συμπεριφορά.
  • Τέλος, η  πολύ αυστηρή τιμωρία μπορεί να προκαλέσει φυσική ή ψυχολογική ζημιά. Η σωματική – φυσική τιμωρία έχει απαγορευτεί νομικά, ενώ η ψυχολογική τιμωρία  (π.χ. δημιουργία αμηχανίας) μπορεί να είναι εξίσου επιβλαβής με τη φυσική τιμωρία. Η ψυχολογική τιμωρία μπορεί ακόμη, να έχει μελλοντική επίδραση στην επίδειξη παραγωγικότητας στο σχολείο (π.χ. δημιουργία αμηχανίας, προσβολές κλπ.). Το σημαντικό, όμως, είναι ότι πρέπει να κατανοήσουμε όλοι πως η γραμμή ανάμεσα στην τιμωρία και την κακοποίηση είναι ενιαία, ενώ αντίθετα, η ήπια φυσική τιμωρία είναι το μόνο μέσο για να κρατήσουμε τα πολύ μικρά παιδιά μακριά από ανεπιθύμητες συμπεριφορές σε ακραίες περιπτώσεις (π.χ. το παιδί προσπάθησε να βάλει το χέρι του στην πρίζα και εγώ του το τράβηξα απότομα).
  • Αξίζει να αναφερθεί πως και από την πλευρά του εκπαιδευτικού, η χρήση της «αποβολής» ως τιμωρία, αποτελεί ένα αναποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, καθώς μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα στο σχολικό χώρο (π.χ. χάνονται μαθήματα).

Κατευθυντήριες γραμμές για την αποτελεσματική χρήση της τιμωρίας  στη σχολική τάξη που στοχεύουν στην μείωση των πιθανοτήτων εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών:
  • Το βασικό ζήτημα γύρω από την τιμωρία, είναι πως  πρέπει να συμφωνεί και ο παρέχων (εκπαιδευτικός – γονέας) και ο λήπτης (παιδί) πως αυτή η ενέργεια είναι τιμωρία. Δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως όπως αντιλαμβανόμαστε εμείς την τιμωρία, το ίδιο κάνει και το παιδί.
  • Η τιμωρία θα πρέπει να τιμωρεί και όχι να ενισχύει και αυτό κρίνεται από το αποτέλεσμα της χρήσης της.  Όταν βλέπουμε, για παράδειγμα, σε μια δεδομένη στιγμή ότι δε μειώνεται η συμπεριφορά, αυτό σημαίνει ότι δεν τιμωρήσαμε.
  • Δεν πρέπει να ξεχνάμε  πως  απώτερος στόχος της χρήσης τιμωρίας είναι να δώσει το μήνυμα στο παιδί ότι κάποια όρια επιθυμητής συμπεριφοράς έχουν ξεπεραστεί και να το πείσει πως αυτή του η συμπεριφορά είναι ανεπιθύμητη.
  • Πρέπει  πάντοτε να υπάρχει απειλή – προειδοποίηση (προκαταβολικά) για τη χρήση της τιμωρίας, δηλαδή τα παιδιά πρέπει να προειδοποιούνται αλλά όχι να εκφοβίζονται.  Δεδομένου ότι ο γονέας και ο εκπαιδευτικός έχει το πάνω χέρι, πρέπει συμπεριφερθεί με τρόπο ώστε να είναι αυτός ο ίδιος που θα προειδοποιήσει για τις συνέπειες της υιοθέτησης αυτής της συμπεριφοράς. Έτσι, για παράδειγμα, στα σχολεία  - κυρίως - πρέπει να προϋπάρχουν κανόνες – κανονισμοί  για τη λειτουργία της σχολικής τάξης ώστε να οριοθετούνται ορισμένα ζητήματα και οι αντίστοιχες συνέπειές τους.                           
  • Η χρήση της τιμωρίας πρέπει να είναι συνεπής (καθολική) για να μην μπερδεύεται το παιδί. Πάνω σε αυτό τίθεται το θέμα της υποκειμενικότητας στη συμπεριφορά του γονέα – εκπαιδευτικού. Οι κανόνες – κανονισμοί όταν θεσπίζονται, ελέγχουν και τους ίδιους τους γονείς – εκπαιδευτικούς.  Άρα, το σωστό είναι το «κάνε ότι κάνω» και όχι «κάνε ότι σου λέω»
    και «μην κάνεις ότι κάνω». Οφείλουμε να λειτουργούμε ως πρότυπα για τα παιδιά μας.
  • Η προειδοποίηση - απειλή της τιμωρίας πρέπει να είναι τέτοια που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι υπερβολικές απειλές που δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν και η πεποίθηση γονέων και εκπαιδευτικών πως με αυτές το παιδί δε θα υλοποιήσει ξανά την ίδια ανεπιθύμητη συμπεριφορά, είναι εσφαλμένες.
  • Ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη εκπαιδευτικών και γονέων, είναι το γεγονός πως  συνεχίζουν να απειλούν με τιμωρία, χωρίς να την εφαρμόζουν.  Για  αυτό επισημαίνεται πως μια προειδοποίηση προς τα παιδιά είναι επαρκής, ενώ πολλές λάθος.  Η απειλή όταν λαμβάνει χώρα, πρέπει να εφαρμόζεται.
  • Οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς πρέπει να οδηγούνται σε ορισμένες κινήσεις ώστε  να αποφευχθεί ο κίνδυνος του να παρουσιαστούν ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Έτσι, όταν είναι δυνατό, για παράδειγμα, μπορεί να τροποποιείται το περιβάλλον της σχολικής τάξης έτσι ώστε να γίνεται δύσκολη η εμφάνιση ανεπιθύμητης συμπεριφοράς  (π.χ.  θέμα αντιγραφής:  χωρίζουμε φίλους που πιθανόν συνεργάζονται).
  • Είναι πολύ σημαντικό, η συμπεριφορά που πρόκειται να τιμωρηθεί να περιγράφεται με σαφής και συγκεκριμένους όρους στο παιδί, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια μη κατανόησης.
  • Η τιμωρία πρέπει να ενέχει ένα προγραμματισμό. Με άλλα λόγια να δίνεται κάθε φορά και όχι διακεκομμένα. Για παράδειγμα, ένας εκπαιδευτικός που επιπλήττει ένα μαθητή για την παράβαση ενός  κανόνα, πρέπει να τον επιπλήττει κάθε φορά που παραβαίνει τον κανόνα.  Ακόμη και όταν διαπιστωθεί ότι υπάρχει μείωση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, θα πρέπει η διαδικασία της τιμωρίας να συνεχίσει να χρησιμοποιείται (ανεξάρτητα από τον υπαίτιο) διακεκομμένα για να οδηγήσει στην εξάλειψη της.
  • Τέλος, η τιμωρία πρέπει να αποτελεί συνέχεια μιας συγκεκριμένης αντίδρασης (χρονικά) γιατί είναι πιο αποτελεσματική όταν δίνεται στην αρχή μιας διαδοχής συμπεριφορών που αποτελούν μια ομάδα αντιδράσεων. Για παράδειγμα, η πράξη του πετάγματος μιας σαΐτας μέσα στη σχολική τάξη, αποτελείται από μια σειρά ενεργειών (το παιδί σκίζει ένα χαρτί, το διπλώνει μια φορά, το διπλώνει δεύτερη φορά κ.ο.κ). Για αυτό το λόγο, η τιμωρία στην αρχή της διαδοχής των ενεργειών είναι αποτελεσματικότερη γιατί διακόπτει την αλυσίδα των προβληματικών συμπεριφορών.
  • Γενικότερα, θεωρείται πως όσο πιο κοντά βρίσκεται η τιμωρία στην εκδήλωση της συμπεριφοράς, τόσο πιο αποτελεσματική είναι για να μην γίνει συνήθεια στο παιδί να συμπεριφέρεται με τον συγκεκριμένο τρόπο. Ορισμένες φορές αυτό είναι δύσκολο στα πλαίσια του σχολείου. Δεν μπορούμε δηλαδή να επιβάλουμε τιμωρία αμέσως μετά τη συμπεριφορά. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι καλό να μη διακόπτεται η ροή του μαθήματος και να κρατά ο εκπαιδευτικός το μαθητή στο τέλος του μαθήματος, να του επιβάλλει την τιμωρία και να του εξηγεί τους λόγους (σχέση συμπεριφοράς – συνέπειας).
Η χρήση της Αιτιολογίας στα πλαίσια της Τιμωρίας είναι το πιο σημαντικό μέρος της:
Τα παιδιά ξέρουν γιατί τιμωρούνται, αλλά δεν γνωρίζουν γιατί αυτό που κάνουν είναι ανεπιθύμητο.
Η ορθή χρήση της αιτιολογίας, αυξάνει την πιθανότητα όταν μια μορφή συμπεριφοράς τιμωρείται, να καταστέλλονται παρόμοιες μορφές συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρόπο γενικεύεται η χρήση της τιμωρίας και οι παρόμοιες ανεπιθύμητες μορφές συμπεριφοράς είναι περισσότερο πιθανό να εξαλειφθούν ακόμα και κατά την απουσία αυτού που τιμωρεί. Επιπλέον, φαίνεται πως όταν η τιμωρία αιτιολογείται, κάνει την αμεσότητα της παροχής της όχι τόσο σημαντικό παράγοντα για την αποτελεσματικότητά της.  Τέλος, είναι γεγονός πως τα μεγαλύτερα (ηλικιακά) παιδιά όχι μόνο περιμένουν αλλά και απαιτούν την εξήγηση που χαρακτηρίζει το «ανεπιθύμητο». Άρα, όταν η αιτιολογία αυτή δεν επέρχεται, δεν υπάρχει τιμωρία γιατί δεν υπάρχει εξήγηση.



Ελένη Α. Αλεξανδρίδου
Φιλόλογος
Πτυχιούχος Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας  Ιωαννίνων
Ειδίκευση στον Τομέα της Παιδαγωγικής Επιστήμης
Κάτοχος Πιστοποίησης Επάρκειας Γνώσης της Γραφής Braille
 e-mail:  filologosonline.gr@gmail.com









Βιβλιογραφία:
 “The Psychology of Education”, Martyn Long @Routledge Falmer
“Psychology in Teaching”, Learning and Growth, (Fourth Edition) @Don Hamachek
“Education Psychology/ A Realistic Approach”, Thomas L. Good (3d edition), Jene E. Brophy @Longman New York & London
“Psychology Applied to Teaching”, Biehler/ Snowman (Sixth Edition) @Houghton Mifflin
«Εκπαιδευτική Ψυχολογία – Θεωρία και Πράξη», Robert E. Slavin, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου